Όπως λέει ο σοφός λαός, αν δεν πάθεις, δεν θα μάθεις. Ειδικά στο χώρο της τεχνολογίας, όπου υπάρχουν συχνά παγίδες για τον ανυποψίαστο αγοραστή. Ενώ κάθε μήνα βοηθάμε εκατοντάδες αναγνώστες με τις αγορές τους, κάποτε υπήρξαμε κι εμείς νέοι και τεχνολογικά άβγαλτοι. Δείτε τις χειρότερες αγορές των συνεργατών του PCsteps.
Προτάσεις συνεργασίας
Τα νέα άρθρα του PCsteps
Γίνε VIP μέλος στο PCSteps
Μαρία Καβακλιώτη
Το σουβέρ των €50
Ήτανε, θυμάμαι καλοκαίρι (καλά μην πάμε και πολύ πίσω, για το καλοκαίρι του 2016 μιλάμε) και έσκαγε ο τζίτζικας. Μαζί με τα τζιτζίκια έσκαγα και εγώ, που είχα εξεταστική, το αμάξι στο συνεργείο, και τον ανιψιό που τελείωσε το Γυμνάσιο.
-“Καλή θειούλα, τι δώρο θα μου πάρεις για την αποφοίτηση”? (θαρρείς και τελείωσε το MIT)
-” Ό,τι θες”, απαντάω σαν βλάκας.
-“Θέλω tablet σαν το δικό σου”.
Το tablet “σαν το δικό μου” ήταν Samsung Galaxy Note 10.1, και εννοείται πως δεν θα του αγόραζα κάτι τόσο ακριβό.
Πήγα λοιπόν στο μαγαζί της γειτονιάς, που από ότι είχε πάρει το μάτι μου πουλούσε κάτι ταμπλετάκια. Δεν θα απορήσω αν σε λίγο τα έχουν και στα περίπτερα, δώρο με τρία πακέτα γαριδάκια.
Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, αγόρασα το Bitmore ColorTab 7’’ με τετραπύρηνο επεξεργαστή Cortex A7, με μόλις 50 ευρώ.
Το πάω στον μικρό, που δεν θα έλεγα ότι περίμενε κάτι τέτοιο, και το έβαλε να φορτίσει. Έλα μου ντε που δεν φόρτιζε, γιατί ήταν ελαττωματικό.
Το επιστρέφω και μου δίνουν αμέσως ένα άλλο, χωρίς να ξαφνιαστούν για το πρόβλημα. Το νέο tablet φόρτιζε και δούλευε κανονικά, αλλά μην τα παραλέμε κιόλας. Δυο εφαρμογές κατέβασε ο μικρός, YouTube και Facebook, και κολλούσε απίστευτα.
Την επόμενη μέρα, ο μικρός μου επιστρέφει το δώρο, και από τότε έγινα η τσιγκούνα θειούλα.
Πράγματι, προσπάθησα να τον βγάλω ψεύτη και να δουλέψει αυτό το άχρηστο πράγμα, αλλά μάταια.
- Η ανάλυση της οθόνης ήταν μάπα.
- Η οθόνη αφής ήταν τόσο τραχιά στην υφή, που έχεις την αίσθηση ότι σου γρατζουνάει το δάχτυλο.
- Δεν μπορούσες να μπεις, με τίποτα λέμε, στο Facebook
- Δεν μπορούσες να δεις για 10 sec συνεχόμενα ένα βίντεο στο You tube.
- Δεν φόρτωνε καμία σελίδα από το ίντερνετ
Οπότε, και εγώ σαν κλασσική Ελληνίδα, το μετέτρεψα σε σουβέρ για τη κούπα του καφέ. Γλίτωσα και γλίτωσα και από τη γκρίνια της μάνας μου, που της λέρωνα τα σεμεδάκια.
Δεν έχω αγοράσει κάτι άλλο που να βγήκε μάπα, διότι είμαι της άποψης να επιλέγω ακριβά και ποιοτικά προϊόντα. Μια ζωή άλλωστε ακούω από τη μάνα μου, ότι το φθηνό το πληρώνεις διπλά.
Χριστόφορος Κώτσιος
60 παιχνίδια σε κανένα
Ως παιδί του δημοτικού, είχα την τύχη και την ατυχία να περνάω τους τρεις μήνες του καλοκαιριού στο χωριό μου, 300χλμ μακριά από την Αθήνα.
Το θετικό ήταν ότι ερχόμουν σε επαφή με την φύση, και ήμουν ελεύθερος να κάνω ότι θέλω. Χάρη σε αυτή μου την δυνατότητα, ο μόνος νεκρός μου χρόνος ήταν το μεσημέρι.
Με τον ήλιο καπέλο από τις 12 έως τις 5, οι ώρες ήταν εφιαλτικές. Το ίντερνετ στην επαρχία ήρθε πολύ αργότερα, και όλοι γνωρίζουμε τι έχει η τηλεόραση τέτοιες μέρες και ώρες, μέχρι και σήμερα.
Κάπου λοιπόν στο 2008, ζήτησα από τους γονείς μου να μου αγοράσουν μια παιχνιδομηχανή. Όχι κάποια γνωστή, φυσικά, όπως το Playstation ή το Wii, διότι στα χρήματα αυτά θα μπορούσα να πάρω έναν υπολογιστή.
Για την ιστορία, να αναφέρω ότι στο σπίτι των παππούδων μου υπήρχε ένας υπολογιστής του θείου μου, ο οποίος προσπαθούσε να τρέξει Windows 98, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Έτσι, κάναμε μια επένδυση της τάξεως των 20€ στα τζάμπο για μια πολλά υποσχόμενη κονσόλα, που έφερε τον τίτλο PX 3600. Τι Xbox 360 και αηδίες, με βάση την απλή αριθμητική αυτό πρέπει να ήταν ίσα με δέκα φορές καλύτερο.
Αν σας θυμίζει κάτι η συγκεκριμένη κονσόλα, και νομίζετε πως κάπου την έχετε ξαναδεί, μάλλον θυμάστε τον σχετικό μας οδηγό:
Οι πιο Γνωστές και Αστείες Κονσόλες ΜαϊμούΑπό τη στιγμή που ένα προϊόν αποκτά μεγάλη δημοτικότητα, είναι ζήτημα χρόνου να αρχίσουν να εμφανίζονται κάποιες απομιμήσεις του στην αγορά – κατά κανόνα κινέζικες. Οι διάσημες κονσόλες παιχνιδιών…
Η κονσόλα ερχόταν με περίπου 60 παιχνίδια, δύο τηλεχειριστήρια για εμένα και την αδερφή μου, και ένα τηλεχειριστήριο σε σχήμα πιστόλι.
Με τα παιχνίδια να είναι όλα άγνωστα ή ανόητα, και τα γραφικά χάλια, η κονσόλα σύντομα έγινε συλλέκτης σκόνης πάνω από την τηλεόραση. Το μόνο ενδιαφέρον παιχνίδι που είχε ήταν ένα Sonic, που κι αυτό το βαρέθηκα.
Αυτό που τελικά χαρήκαμε περισσότερο με την συγκεκριμένη αγορά ήταν εκείνο το πιστόλι. Αποδείχτηκε πολύ ικανότερο για παιχνίδι εκτός της κονσόλας.
Το επόμενο καλοκαίρι, έκανα μια από τις καλύτερες αγορές που έχω κάνει ποτέ.
Αγόρασα ένα notebook με Windows XP. Καθώς ακόμα δεν είχαμε internet, είχα την ευκαιρία να ξεψαχνίσω το λειτουργικό ελεύθερα.
Ήταν η αφορμή να μάθω αρκετά πράγματα για την ηλικία μου, να αποφασίσω ότι θέλω να ασχοληθώ με τους υπολογιστές, και να ξεκαθαρίσω στον εαυτό μου ότι τα παιχνίδια δεν είναι για μένα.
Ούτε καν για σουβέρ
Η δεύτερη πιο αποτυχημένη αγορά μου ήταν ένα Tablet Intenso Tab 714 7″, το οποίο αγόρασα από το Πλαίσιο το 2013. Πρέπει να είχε γύρω στα €70 κανονικά, αλλά με μία προωθητική ενέργεια του Πλαισίου μέσω του newsletter το πήρα λίγο λιγότερο από €60.
Βασικά, ήθελα ένα tablet για ελαφρύ σερφάρισμα και κανένα παιχνιδάκι (τότε είχε βγει το flappy bird). Το κινητό που είχα τότε είχε μικρή οθόνη και με το wifi ανοιχτό τελείωνε γρήγορα η μπαταρία.
Ενώ το συγκεκριμένο tablet φορούσε Android 2.2, δεν είχε μέσα το Market (δεν υπήρχε τότε Play Store), αλλά ένα App Store της πλάκας. Πρέπει να ήταν εφεύρεση της Intenso, γιατί δεν είχε σύνολο ούτε 1000 εφαρμογές, μεταξύ των οποίων καμία γνωστή.
Εκτός αυτού όμως, η πλοήγηση στο ίντερνετ ήταν δράμα. Ακόμα και με ένα μόνο tab ανοιχτό σε έναν επαίσχυντο browser, τα 512 MB RAM που είχε δεν ήταν ικανά να φορτώσουν μια σελίδα σε χρόνους μικρότερους των δύο λεπτών.
Όσο για το Youtube, αμφιβάλω αν έστω και ένας άνθρωπος μεταξύ ημών που το αγοράσαμε κατάφερε να δει 10” ενός video στην σειρά.
Μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια να το κάνω κορνίζα για το σαλόνι, αφού κατανάλωνε την μπαταρία σε 1,5 μέρα, κατέληξε σε ένα συρτάρι. Μόνο τον φορτιστή χρησιμοποιώ πλέον. Αλλά 60€ για έναν φορτιστή μάλλον είναι πολλά, ε?
Έχοντας πλέον μάθει πως να κάνω σωστές αγορές, και να μην πέφτω στην παγίδα των εκπτώσεων, μερικούς μήνες αργότερα, πήρα ένα TOSHIBA με 3GB RAM και Windows, το οποίο με καλύπτει ακόμα και σήμερα.
Άγγελος Κυρίτσης
Δέστε τις ζώνες σας, γιατί είναι μακρύ το ταξίδι που αφορά τις αποτυχημένες αγορές μου. Ακόμα και αν δεν είχε συνεισφέρει κανείς από τους άλλους συνεργάτες, θα ήταν αρκετές οι δικές μου ιστορίες για έναν, μπορεί και για δύο οδηγούς.
Πριν ξεκινήσω, λίγο παρασκήνιο. Μεγαλώνοντας, είχα μια σχετικά ευκατάστατη γιαγιά, η οποία δεν είχε απλά την τάση να με κακομαθαίνει, για εκείνη ήταν δουλειά πλήρους απασχόλησης.
Θυμάστε εκείνον το συμμαθητή σας στο δημοτικό, που σας έσπαγε τα νεύρα και τον ζηλεύατε επειδή είχε τόσα πολλά παιχνίδια? Ε, εγώ δεν είχα τέτοιον συμμαθητή, γιατί ήμουν εγώ εκείνο το παιδί. Για κάποιο λόγο, δεν είχα πολλούς φίλους.
Βέβαια, μέχρι και τις αρχές του '90 δεν είχα περιθώρια για πολλές αποτυχημένες αγορές όσον αφορά την τεχνολογία.
Ο πρώτος μου υπολογιστής ήταν ένας Amstrad CPC 6128, έγχρωμος παρακαλώ, που ήταν πολύ καλή αγορά για την εποχή του. Καμιά φορά ακόμα βάζω emulator και φορτώνω Gauntlet και Gauntlet II, που παίζαμε διπλό με την αδερφή μου.
Το Nintendo Game Boy μου χάρισε επίσης ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού. Σύντομα αργότερα πήρα ένα Sega MegaDrive, που μπορεί να μην ήταν SNES, αλλά είχε ορισμένα κορυφαία παιχνίδια.
Τη δεκαετία του '90, όμως, και σε μεγάλο βαθμό λόγω κάποιων “κακών επιρροών” (περιοδικών τεχνολογίας), χάλασε για τα καλά το σερί με τις επιτυχημένες αγορές μου.
Ένα πανάκριβο CD player
Αν είναι κάτι που θυμόμαστε οι περισσότεροι που μεγαλώσαμε τη δεκαετία του '90, ήταν η διαμάχη των οπαδών της Sega και της Nintendo για την καλύτερη κονσόλα.
Εκ των υστέρων, οφείλω να παραδεχτώ πως η Nintendo είχε ξεκάθαρα την υπεροχή όσον αφορά τα παιχνίδια.
Όμως, οι διαφημίσεις ανάμεσα στα καρτούν που έβλεπα τα σαββατοκύριακα με είχαν πείσει να πάρω το MegaDrive. Θα υπερασπιζόμουν την επιλογή μου μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός μου.
Το 1993, σε ένα βρετανικό gaming περιοδικό που διάβαζα ανελλιπώς, έμαθα για την κυκλοφορία του Sega CD. Για όσους δεν το έχετε ακουστά, ήταν μια συσκευή πρόσθετη στο MegaDrive, που του επέτρεπε να παίζει παιχνίδια από CD.
Πριν ακόμα τελειώσω το άρθρο – για την ακρίβεια, μπορεί και από τη δεύτερή του παράγραφο – ήξερα τι ήθελα να μου φέρει ο Άγιος Βασίλης.
Μετά από αρκετά παρακάλια, γιατί το Sega CD δεν ήταν φθηνό – στις ΗΠΑ κόστιζε $300, στην Αγγλία £270, και σε δραχμές ειλικρινά δεν ξέρω – οι δικοί μου υπέκυψαν και μου το αγόρασαν.
Δεν θυμάμαι καν αν είχε κυκλοφορήσει επισήμως στην Ελλάδα, το έφερε ένας θείος από ένα ταξίδι του την Αυστραλία. Μάλιστα, ήταν η πρώτη συσκευή στο σπίτι που έπαιζε Audio CD, οι γονείς μου δεν απέκτησαν δικό τους player παρά πολύ αργότερα.
Ενώ το χρησιμοποίησα σαν CD player, όσον αφορά το gaming έπαιξα ένα και μοναδικό παιχνίδι, που ήρθε μαζί με την κονσόλα, το Road Avenger.
Το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν ό,τι χειρότερο έχω παίξει μέχρι και σήμερα. Ήταν ένα από τα παιχνίδια Full Motion Video, που ήταν σχετικά δημοφιλή πριν μερικές δεκαετίες.
Ουσιαστικά, το παιχνίδι προχωρούσε προκαθορισμένα, σαν ταινία. Κάθε μερικά δευτερόλεπτα εμφανίζονταν ενέργειες επί της οθόνης που έπρεπε να κάνεις εγκαίρως για να συνεχίσεις, όπως δεξιά, αριστερά, φρένο, ή Turbo.
Αυτός ο μηχανισμός χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα σε κάποια παιχνίδια, σε περιορισμένο βαθμό. Θα το βρούμε στο Tomb Raider του 2013, και υποθέτω και στο Rise of the Tomb Raider.
Όταν όμως το 100% του παιχνιδιού είναι έτσι, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον βαρετό. Είναι απορίας άξιον που κυκλοφορούν ακόμα κάποιες τέτοιες interactive movies, όπως το The Walking Dead: Michonne του 2016.
Το πρώτο παιχνίδι, λοιπόν, ήταν μια τεράστια απογοήτευση. Ταυτόχρονα, επειδή είχα πάρει το Sega CD από το εξωτερικό, τα παιχνίδια που υπήρχαν στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά περιορισμένα.
Ακόμα και στο εξωτερικό, όμως, δεν βγήκαν πολλά παιχνίδια για το συγκεκριμένο περιφερειακό. Στη λίστα της Wikipedia θα βρούμε λιγότερα από 100 στην Ευρωπαϊκή έκδοση PAL.
Κατέληξα τελικά να χρησιμοποιήσω το Sega CD αποκλειστικά σαν ένα πανάκριβο CD Player. Αργότερα, πούλησα Megadrive και Sega CD για να πάρω ένα Sega Saturn, ενώ είχε ήδη κυκλοφορήσει το PlayStation. Βλέπετε, εξακολουθούσα να νιώθω Sega Fan.
Με άλλα λόγια, οι αγορές μου όσον αφορά τις κονσόλες δεν ήταν ακριβώς το “γκανιάν”.
Αυτό που έμαθα από αυτή την αγορά είναι πως ακόμα και το καλύτερο hardware στον κόσμο είναι άχρηστο αν δεν υπάρχει software που να το εκμεταλλεύεται. Το Sega CD και ακόμα περισσότερο το Saturn ήταν μνημειωδώς δύσκολα στον προγραμματισμό.
Fun fact: Η απόπειρα της Nintendo να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο CD για το SNES, σε συνεργασία με τη SONY, δεν ευόδωσε ποτέ. Ήταν όμως η αφορμή να παράγει η Sony το PlayStation.
Οθόνη με το μικροσκόπιο
Όταν αγόρασα το πρώτο μου PC το 1997, ήμουν μικρός, ανόητος, και δεν ήξερα την τύφλα μου από υπολογιστές.
Κονσολάς μέχρι τότε, ο ένας και μόνος λόγος που αποφάσισα να πάρω υπολογιστή ήταν επειδή σε ένα από τα βρετανικά περιοδικά προέβλεπαν πως το PC θα είναι το απόλυτο gaming σύστημα του μέλλοντος. Τελικά, αποδείχτηκαν προφητικοί.
Το Καλύτερο Σύστημα για Παιχνίδια: PC, PS4, X-Box OneΤο gaming είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους τρόπους ψυχαγωγίας. Αρκετοί χρήστες, όμως, βρίσκονται στο δίλημμά αν είναι καλύτερα να αγοράσουν Gaming PC ή κονσόλα για…
To συνολικό μου budget ήταν 300.000 δραχμές, που σε σημερινά χρήματα θα ήταν περίπου 1500 ευρώ. Τα περισσότερα χορηγία της γιαγιάς, και με κάποια υποστήριξη από το μπαμπά.
Αξίζει να τονίσω πως ενώ με ενδιέφεραν αποκλειστικά τα παιχνίδια, δεν ήξερα τι είναι η κάρτα γραφικών, ούτε ποια είναι η σημασία της. Το μόνο που ήξερα ήταν πως χρειαζόμουν έναν ισχυρό επεξεργαστή, όσο ισχυρότερο, τόσο το καλύτερο.
Διάλεξα έναν έτοιμο υπολογιστή, φυσικά – δεν γνώριζα καν πως μπορούσες να συνθέσεις τον δικό σου – με έναν Pentium MMX 166MHz, 128MB RAM, κάρτα γραφικών S3 Virge, και σκληρό δίσκο 2GB.
Ο επεξεργαστής ήταν ο 2ος μεγαλύτερος στην αγορά, μετά τον 200MHz MMX. Όμως η μονάδα κόστιζε 260.000 δραχμές, μαζί με Windows 95. Αυτό σήμαινε πως έμεναν μόνο 40.000 για οθόνη.
Έκανα λοιπόν ένα λάθος το οποίο θα πλήρωνα μετά για μήνες. Πήρα την χειρότερη οθόνη που υπήρχε στο μαγαζί, πιθανώς και στον κόσμο.
Ήταν μια αθλιότητα 14ων ιντσών, που είμαι 90% σίγουρος πως δεν έγραφε καν κάποια μάρκα επάνω.
Η οθόνη ήταν τόσο κακή, που δεν έπιανε ούτε 50Hz refresh rate, με αποτέλεσμα να τρεμοπαίζει η εικόνα διαρκώς. Για να μην συζητήσουμε καλύτερα για αναλύσεις, 1024×768 και πολύ μου ήταν.
Αναγκάστηκα να υπομένω αυτό το έκτρωμα για οθόνη για μήνες, μέχρι να μαζέψω χρήματα για ένα μοντέλο της προκοπής. Αν εκείνο το διάστημα είχε ανέβει η μυωπία μου, η οθόνη θα ήταν 100% ο ένοχος.
Αυτό που έμαθα είναι πως η οθόνη είναι μία από τις λίγες πραγματικές επενδύσεις όσον αφορά τον υπολογιστή.
Ο κορυφαίος επεξεργαστής ή η κάρτα γραφικών σήμερα, σε πέντε-έξι χρόνια δεν θα αξίζει απολύτως τίποτα σε σχέση με τα σύγχρονα μοντέλα στην ίδια τιμή. Μια καλή οθόνη, όμως, θα είναι καλή μέχρι να καταστραφεί από τη χρήση.
Κάνοντας τα ίδια λάθη, για να τα εμπεδώσω
To 1998, εκτός από τα βρετανικά περιοδικά που συνέχιζα να διαβάζω ανελλιπώς, είχα ξεκινήσει να διαβάζω και κάποια ελληνικά περιοδικά τεχνολογίας. Tα οποία αργότερα έμαθα πως περιλάμβαναν κυρίως μεταφράσεις από βρετανικά περιοδικά.
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είχα ακόμα πρόσβαση στο ίντερνετ, την οποία θα αποκτούσα για πρώτη φορά το 1999, με dial-up φυσικά. Θέλω να πιστεύω πως έπαιξε και αυτό το ρόλο του στις τόσες αποτυχημένες αγορές.
Σε ένα τέτοιο εξελληνισμένο περιοδικό, λοιπόν, διάβασα για την επανάσταση που έφεραν οι κάρτες γραφικών 3dfx Voodoo. Συγκεκριμένα ανέφεραν τη Diamond Monster 3D.
Η αλήθεια είναι πως το 3dfx Voodoo ήταν επαναστατικό για την εποχή του. Κανένας άλλος επεξεργαστής γραφικών δεν είχε την ίδια απόδοση στο 3D.
Μια και δυο, λοιπόν, άλλαξα δύο λεωφορεία για να πάω στο κέντρο – ούτε το μετρό δεν είχε ανοίξει ακόμα τότε – και πήρα σβάρνα τα καταστήματα στη Στουρνάρη.
Μετά από τρία ή τέσσερα καταστήματα, οι εμπειρίες μου ήταν οι εξής δύο:
- O πωλητής θα με κοίταζε περίεργα όταν ζητούσα τη “Diamond Monster 3D”, εμφανώς μη γνωρίζοντας για ποιο πράγμα μιλάω. Αν μάλιστα ανέφερα και το 3dfx Voodoo, μόνο χειροτέρευαν τα πράγματα.
- Ο πωλητής θα προσπαθούσε να μου πασάρει κάποια άλλη κάρτα γραφικών, λέγοντας πως “και αυτή είναι 3D”.
Άκαρπος, επέστρεψα σπίτι, όπου έκατσα και τηλεφώνησα σε όλα τα καταστήματα που διαφημίζονταν στο περιοδικό. Καμιά δεκαριά τηλεφωνήματα αργότερα, βρισκόμουν ακριβώς εκεί που ξεκίνησα, με κανέναν να μην γνωρίζει την περιβόητη Monster 3D.
Μερικές ημέρες αργότερα, είχα πάει στην Αγία Παρασκευή, όπου έκανα φροντιστήριο για να μάθω τον υπολογιστή. Στο ίδιο εμπορικό κέντρο, ήταν ένα πολύ μικρό μαγαζί με υπολογιστές, το οποίο ήταν στο δεύτερο όροφο και έβλεπε εσωτερικά στο εμπορικό.
Είχα πάρει πριν κάτι μήνες ένα εργονομικό πληκτρολόγιο από εκεί, και ένα πακέτο δισκέτες 3,5″.
Γενικά σαν μαγαζί, δεν γέμιζε το μάτι. Αλλά δεν είχα και τίποτα να χάσω. Μπήκα λοιπόν και ρώτησα αν έχουν τη Diamond Monster 3D.
-“Δεν την έχω”, απάντησε ο ιδιοκτήτης, που πρέπει να ήταν πιο νέος απ' όσο είμαι σήμερα, “αλλά μπορώ να στην παραγγείλω και θα έρθει σε τρεις-τέσσερις μέρες”.
Είμαι σχεδόν βέβαιος πως δεν άνοιξαν οι ουρανοί και δεν άρχισαν να ψέλνουν “Αλληλούια” τα χερουβείμ και τα σεραφείμ, αλλά εγώ μια φορά τα άκουσα.
Η κάρτα κόστιζε γύρω στις 35.000 δραχμές. Επειδή δεν είχα ανοίξει ξανά το εσωτερικό του υπολογιστή, αγγάρεψα τη μάνα μου να τον πάμε στην Αγία Παρασκευή για να μου την εγκαταστήσουν.
Μετά από τόσο ψάξιμο και τόση φασαρία, κατέληξα τελικά να παίξω γύρω στα τέσσερα παιχνίδια με την 3dfx. Ο λόγος ήταν πως για να υποστηρίζει ένα παιχνίδι η 3dfx, έπρεπε το παιχνίδι να υποστηρίζει το Glide API – ένα πρότυπο ανταγωνιστικό του DirectX.
Τα παιχνίδια που υποστήριζαν το Glide ήταν αρκετά περιορισμένα. Ένα που θυμάμαι ήταν το Pandemonium, ένα αρκετά μέτριο side-scrolling platform.
Συγκεκριμένα γνωστά παιχνίδια, όπως το Tomb Raider, ήθελαν ειδικό patch για να λειτουργήσουν με τη 3dfx. Όμως, χωρίς πρόσβαση στο Internet, ούτε γνώριζα για την ύπαρξη του patch, ούτε είχα τρόπο να το κατεβάσω και να το εγκαταστήσω.
Για δεύτερη φορά, μαζί με το Sega CD, ένα ακριβό gaming εξάρτημα έμεινε ανεκμετάλλευτο λόγω έλλειψης παιχνιδιών.
Αποτυχία μεν, αλλά…
Η συγκεκριμένη αγορά, αν και αποτυχημένη, κατέληξε να έχει τεράστια σημασία στη μετέπειτα ζωή μου.
Αφού το συγκεκριμένο μαγαζί είχε βρει την κάρτα που δεν είχα καταφέρει να βρω πουθενά αλλού, από εκεί και έπειτα έγινε ο αποκλειστικός μου προορισμός για αγορές. Και ήμουν ιδιαίτερα τακτικός πελάτης.
Όταν ήθελα να αναβαθμίσω τη RAM στα 256MB, εκεί παρήγγειλα τις νέες μνήμες. Επειδή όμως δεν ήταν εύκολο να φέρω ολόκληρο τον υπολογιστή, ρώτησα αν ήταν εύκολο να τις βάλω μόνος μου.
-“Δεν είναι τίποτα”, μου είπε ο ιδιοκτήτης. Και ο τεχνικός του μαγαζιού μου έδειξε πώς να το κάνω.
Αργότερα που άλλαξα κάρτα γραφικών, μου έδειξαν πώς να την εγκαταστήσω, και τι να προσέξω. Το ίδιο και την ψύκτρα επεξεργαστή, πώς να βάζω θερμική πάστα, πώς να αλλάξω τροφοδοτικό, πώς να αλλάξω ολόκληρο το κουτί.
Με κάθε αναβάθμιση, μάθαινα καλύτερα πώς λειτουργεί ο υπολογιστής, πώς μπορώ να τον συναρμολογήσω, τι πρέπει να προσέχω, πώς μπορώ να διαγνώσω προβλήματα στο hardware και το software.
Όταν ο τεχνικός του μαγαζιού έπρεπε να φύγει για να πάρει το πτυχίο του, ο ιδιοκτήτης μου πρότεινε να δουλέψω στο μαγαζί, Παρασκευές απόγευμα, και Σάββατα πρωί. Δεν θα ξεχάσω τη φράση που μου είπε, όταν δέχτηκα:
-“Εδώ θα μάθεις τα πάντα, θα γίνεις εξπέρ”
Ήμουν 17 ετών, και σε όλη τη διάρκεια της Γ' Λυκείου δούλευα στο μαγαζί δύο φορές την εβδομάδα, μέχρι και τη μέρα πριν τις πανελλήνιες.
Ένα σημαντικό όγκο από όσα γνωρίζω σήμερα γύρω από την τεχνολογία, τα έμαθα εκεί, συναρμολογώντας PC, επισκευάζοντας υπολογιστές, βρίσκοντας κάθε λογής παράξενα και παράλογα προβλήματα, και ερχόμενος σε επαφή με κάθε λογής παράξενους χρήστες.
Θα είχα μάθει τα ίδια πράγματα μόνος μου, αν δεν είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά?
Αν δεν είχα μπει σε ένα μαγαζί που δεν μου γέμιζε το μάτι, για να ζητήσω μια κάρτα που δεν θα αξιοποιούσα, αν δεν είχα κάνει τόσες αναβαθμίσεις που να είναι εμφανές πως ήμουν ικανός και διατεθειμένος να μάθω ό,τι μπορώ για τον υπολογιστή?
Ίσως. Ίσως και όχι. Ίσως να χρησιμοποιούσα σήμερα τον υπολογιστή μόνο για παιχνίδια, όπως όταν ξεκίνησα, και να είχα κάνει κάτι άλλο με τη ζωή μου.
Καλώς ή κακώς, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Μία μη-στρατηγική αγορά
Όσοι διαβάζατε PC Master στο διάστημα μεταξύ 2001 και 2004, το πιθανότερο είναι πως θα είχατε διαβάσει κάποιο από τα review μου για παιχνίδια στρατηγικής, τύπου RTS (Real Time Strategy). Ορισμένα από αυτά έχουν αναδημοσιευτεί στο Gameworld.
Τα παιχνίδια του είδους ανέκαθεν είχαν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, από το Red Alert και το Dungeon Keeper, μέχρι το Company of Heroes 2, το Sins of the Solar Empire, και το War for the Overworld.
Όταν λοιπόν, είδα στη βιτρίνα του μαγαζιού στην Αγία Παρασκευή το Microsoft Sidewinder Strategic Commander, κάπου μεταξύ 1998 και 1999, έμοιαζε να έχει δημιουργηθεί ειδικά για εμένα.
Το Strategic Commander ήταν ένα χειριστήριο σχεδιασμένο για παιχνίδια στρατηγικής. Σκοπός του δεν ήταν να αντικαταστήσει το mouse, που είναι απαραίτητο σε κάθε RTS, αλλά το πληκτρολόγιο, και ο χειρισμός του γινόταν με το αριστερό χέρι.
Το περιφερειακό ήταν σχεδιασμένο σαν μεγάλο mouse με σταθερή βάση. Το πάνω στέλεχός είχε δυνατότητα κίνησης εμπρός-πίσω, δεξιά-αριστερά, και περιστροφή. Σκοπός του ήταν να αναλάβει την κύλιση του χάρτη (scrolling) και της κάμερας.
Ήταν επίσης αρκετά πλούσιο σε κουμπιά. Διέθετε 6 προγραμματιζόμενα πλήκτρα, δύο πλήκτρα zoom, τρία πλήκτρα shift, δυνατότητα καταγραφής Macro.
Όσο για την τιμή του, αν θυμάμαι σωστά πρέπει να ήταν γύρω στις 30.000 δραχμές το 1998-1999, σαν να λέμε σήμερα 150 ευρώ.
Δεν γνωρίζω κατά πόσον το συγκεκριμένο περιφερειακό είχε εμπορική επιτυχία ή όχι στην αγορά, αλλά το γεγονός πως έχει καταργηθεί σίγουρα κάτι λέει. Μπορούμε πάντως να το βρούμε μεταξύ $8 και $60 στο ebay.
Αυτό που γνωρίζω είναι πως δεν με βόλεψε με τίποτα. Αρχικά, είχε εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα κατασκευής. Τα πλαστικά του ήταν φθηνά στην αίσθηση, και ένιωσα πως αν το ζορίσω, θα μου μείνει στο χέρι.
Στη χρήση, η κύλιση του χάρτη δεν είχε την ακρίβεια που επέτρεπε το πληκτρολόγιο. Τα κουμπιά δεν μου ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα από τη στιγμή που ήξερα πολύ καλά τα shortcuts των παιχνιδιών που έπαιζα στο πληκτρολόγιο. Όσο για τα macros, θα έπρεπε να φτιάχνω ξεχωριστά για κάθε παιχνίδι.
Πρέπει να έπαιξα συνολικά 15 λεπτά, ύστερα το έβαλα σε μια ντουλάπα, και δεν το ξαναέβγαλα ποτέ για το χρησιμοποιήσω. Κάποια στιγμή το πέταξα, πιθανώς σε κάποια μετακόμιση. Δεν το έβρισκα αρκετά χρήσιμο ούτε καν για να το χαρίσω σε κάποιον.
Αυτό που έμαθα είναι πως τέτοια εξειδικευμένα περιφερειακά είναι πρακτικά αδύνατον να αντικαταστήσουν τον δοκιμασμένο συνδυασμό πληκτρολογίου και mouse. Υπάρχει λόγος που καμία άλλη εταιρεία δεν κυκλοφόρησε κάτι αντίστοιχο.
Θάνατος στην Epson
Η Epson είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στο χώρο των εκτυπωτών. Το ίδιο της το όνομα προέρχεται από τη φράση “Son of Electronic Printer”. Είμαι βέβαιος πως όποιος το σκέφτηκε, το θεώρησε πολύ έξυπνο.
Με δεδομένο το μέγεθος της εταιρείας, λογικά τα περισσότερα μοντέλα θα είναι αξιοπρεπή για την κατηγορία τους. Ειδικά όταν ο ανταγωνισμός περιλαμβάνει μεγαθηρία όπως η Samsung, η HP, η Canon, η Xerox, ή ακόμα και η Lexmark.
Αν όμως κρίνω από την προσωπική μου εμπειρία, δύο εκτυπωτές της Epson που αγόρασα στη ζωή μου ήταν ο ένας χειρότερος από τον άλλο.
Θάνατος στους Inkjet
Στα τέλη το 1998, μία από τις ημέρες που δούλευα στο μαγαζί, ήρθα σε επαφή με το πολυμηχάνημα Inkjet Epson Stylus Scan 2500. Δεν είναι υπερβολή να πω πως ήταν “έρωτας με την πρώτη ματιά”.
Ο έρωτας, βεβαίως, δεν προερχόταν από την εμφάνισή του. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει οι κατασκευαστές και οι αγοραστές πως σε κανέναν δεν αρέσει αυτό το βρώμικο μπεζ πλαστικό.
Αυτό που έκανε το Stylus Scan 2500 να ξεχωρίζει ήταν το απίστευτα γρήγορο και ποιοτικό scanner για την εποχή του.
Με το που το είδαμε το πολυμηχάνημα σε λειτουργία σάρωσης, εγώ και ο άλλος τεχνικός μείναμε τόσο εντυπωσιασμένοι, που παραγγείλαμε από ένα, εκείνη τη στιγμή. Αν θυμάμαι σωστά, κόστιζε γύρω στις 50.000 δραχμές.
Ενώ όμως το scanner ήταν άψογο, ο εκτυπωτής ήταν ό,τι χειρότερο έχω συναντήσει.
Δεν είχε κάποιο θέμα με την ποιότητα ή με την ταχύτητα. Αν όμως δεν εκτύπωνες κάθε δυόμισι μέρες, με το ρολόι, οι κεφαλές αμέσως βούλωναν. To Nozzle Check είχε γίνει ο καλύτερός μου φίλος.
Φυσικά, όποτε βούλωναν οι κεφαλές, χρειάζονταν καθαρισμό, που μεταφραζόταν στο 1/3 του διαθέσιμου μελανιού να πάει χαμένο.
Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Αρκούσαν τρεις καθαρισμοί ώστε ένα καινούριο μελάνι να τελειώσει. Το διαπίστωσα αυτό με το δύσκολο τρόπο, όταν η κεφαλή είχε βουλώσει τόσο άσχημα, που ακόμα και οι τρεις καθαρισμοί δεν την ξεβούλωναν.
Κατέληξα να πάω τον εκτυπωτή στον Πουλιάδη, που είχε τότε την αντιπροσωπεία της Epson. Μου άλλαξαν την κεφαλή, με χρέωσαν 120 ευρώ για ανταλλακτικά και εργασία γιατί ήμουν εκτός εγγύησης, και ένα μήνα αργότερα είχα τα ίδια προβλήματα.
Στο τέλος, χρησιμοποιούσα το πολυμηχάνημα αποκλειστικά σαν Scanner, και ύστερα σαν τραπεζάκι για μικροπράγματα. Όταν βάρεσε κανόνι ο Πουλιάδης στις αρχές του 2000, δεν σας κρύβω πως ένιωσα μια μικρή δικαίωση.
Το πιθανότερο είναι πως δεν έχουν όλοι οι Inkjet τόσο έντονο πρόβλημα με τις κεφαλές. Όποιος όμως δεν εκτυπώνει τακτικά σε οποιονδήποτε inkjet, είναι αναπόφευκτο να σπαταλήσει αρκετό μελάνι για καθαρισμούς ή και για ολόκληρες τις κεφαλές.
Θάνατος στους φθηνούς έγχρωμους laser
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2006, αποφάσισα να πάρω έναν έγχρωμο laser εκτυπωτή, και είπα να δώσω άλλη μια ευκαιρία στην Epson. Αγόρασα τον Aculaser C1100, που ήταν ιδιαίτερα οικονομικός για την εποχή, κοστίζοντας κάτω από 300 ευρώ.
Σαν laser εκτυπωτής, δεν είχε τα θέματα του Inkjet. Σε λιγότερους από δύο μήνες μετά την αγορά του, όμως, άρχισε στις έγχρωμες εκτυπώσεις να αφήνει κίτρινες γραμμές.
Καθώς ήταν στην εγγύηση, τον πήγα στην αντιπροσωπεία, και έπρεπε να τρέχω από Παλαιό Φάληρο, που ζούσα τότε, πίσω στα παλιά μου λημέρια, στην Αγία Παρασκευή.
Κατά την παράδοση στο service της Octabit, ο τεχνικός είπε εκ παραδρομής “Μας έχουν έρθει πολλοί τέτοιοι”. Πήγε να το μπαλώσει, πως ήταν δήθεν επειδή είναι πολύ δημοφιλές μοντέλο, αλλά η ζημιά είχε γίνει.
Με την επισκευή, ο εκτυπωτής κράτησε ίσα μέχρι να λήξει η εγγύηση. Ύστερα άρχισε τα ίδια προβλήματα, και δεν μπήκα στον κόπο να τον επισκευάσω, τον χάρισα σε ένα φίλο.
Από αυτή την εμπειρία, επιβεβαίωσα το γνωστό ρητό πως “Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις”. Όταν ο μέσος εκτυπωτής laser κόστιζε τότε πάνω από 600 ευρώ, και ο Epson είχε κάτω από 300, κάποιος λόγος θα υπήρχε.
Γιώργος Λάνδρου
Πώς έφαγα φλας(άκι)
Πριν από μερικά χρόνια, τότε που οι χωρητικότητες των αποθηκευτικών μέσων ήταν αρκετά περιορισμένες, μπήκα στον πειρασμό να αγοράσω ένα “μεγάλο” φλασάκι για να κρατάω Backup τα αρχεία μου.
Η ιδέα βέβαια προήλθε από ένα φίλο, ο οποίος διατηρούσε γραφείο υποστήριξης υπολογιστικών συστημάτων. Μάλιστα ο ίδιος είχε μπει στη διαδικασία να προμηθευτεί ήδη μερικά τέτοια φλασάκια από το eBay, χωρίς όμως να τα χρησιμοποιήσει.
Συγκεκριμένα, αυτά τα φλασάκια είχαν χωρητικότητα 128 GB, ήταν επώνυμα – Kingston – ενώ στοίχιζαν περίπου 20 €.
Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεπέρασα τους φόβους μου για τις διαδικτυακές αγορές και για τους κινδύνους που μπορεί να κρύβουν.
Αμέσως, μπήκα στη διαδικασία να δημιουργήσω και εγώ ένα λογαριασμό στο eBay και ταυτόχρονα στο PayPal για να αποκτήσω αυτό το φλασάκι με την εξωπραγματική για τότε χωρητικότητα και την εξευτελιστική τιμή.
Χαρούμενος για την πρώτη μου αγορά από το eBay, περίμενα με ανυπομονησία να έλθει το φλασάκι. Μάλιστα το είχα διαφημίσει στους φίλους μου και κοκορευόμουν για την εξαιρετική αγορά που είχα κάνει.
Μετά από περίπου 30 ημέρες, ήρθε το μαγικό ειδοποιητήριο από το ταχυδρομείο.
Με μεγάλη χαρά πήγα το απόγευμα –επίτηδες για γλυτώσω τον πολύ κόσμο– στο ταχυδρομείο της γειτονιάς για να παραλάβω το δεματάκι μου.
Μόλις έφτασα στο σπίτι έκατσα προσεκτικά και άνοιξα το φάκελο, ο οποίος είχε την κλασσική επένδυση από bubble wrap για να προστατεύει το περιεχόμενο και έβγαλα από μέσα το περιεχόμενο.
Το πολυπόθητο φλασάκι βρισκόταν μέσα στην ωραία συσκευασία του, η οποία παρέπεμπε σε αυτές που μας έχει συνηθίσει η εταιρεία Kingston.
Η πρώτη απογοήτευση ήρθε μόλις άνοιξα τη συσκευασία. Το φλασάκι, αν και οπτικά έμοιαζε με ένα φλασάκι της Kingston, η ποιότητα του ήταν κακή.
Φαινόταν αρκετά ψεύτικο και σε καμία περίπτωση δεν παρέπεμπε σε μία συσκευή, η οποία μάλιστα κανονικά θα στοίχιζε μερικές εκατοντάδες ευρώ.
Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ, δίνοντας διάφορες δικαιολογίες στον εαυτό μου, δοκίμασα να το συνδέσω στον υπολογιστή μου.
Ο υπολογιστής το αναγνώρισε κανονικά, εμφανίζοντας τη χωρητικότητα που θα έπρεπε να έχει ένα φλασάκι τέτοιου μεγέθους.
Στη συνέχεια δοκίμασα να μεταφέρω ένα μεγάλο αρχείο για να μετρήσω τους χρόνους μεταφοράς των δεδομένων. Μολονότι άργησε λίγο, μεταφέρθηκε επιτυχώς.
Ικανοποιημένος από την απόδοση της συσκευής, την αφαίρεσα από τον υπολογιστή μου και την φύλαξα στο συρτάρι.
Αργότερα όμως χρειάστηκε να το ξανασυνδέσω για μεταφέρω κάποια άλλα αρχεία, καθώς ήθελα να αδειάσω τον δίσκο του υπολογιστή μου, που λίγο ακόμα ήθελε για να ξεχειλίσει.
Με μεγάλη μου όμως έκπληξη διαπίστωσα ότι το φλασάκι ήταν τελείως άδειο.
Σκέφτηκα ότι κάτι θα πήγε στραβά και δοκίμασα να προσθέσω ξανά κάτι. Μόλις το ξανασύνδεσα όμως διαπίστωσα ότι και πάλι η συσκευή δεν είχε αποθηκευμένο κάτι.
Κάπως έτσι μου μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά και άρχισα να ψάχνω στο internet για τι μπορεί να έγινε.
Μετά αρκετό ψάξιμο διαπίστωσα ότι πολλοί την είχαν πατήσει με τέτοια φλασάκια, τα οποία έρχονταν με εικονική χωρητικότητα, κοροϊδεύοντας τους καταναλωτές.
Σε κάποιες περιπτώσεις τα φλασάκια αυτά είχαν μερικά GB αποθηκευτικού χώρου, όπου με κατάλληλες τροποποιήσεις μπορούσες να τα επαναφέρεις. Στο δικό μου ποτέ δεν το κατάφερα.
Απογοητευμένος από την πρώτη μου αγορά – και για τα 20€ που έχασα – αποφάσισα να φυλάξω το φλασάκι για να μου θυμίζει την πρώτη μου αποτυχημένη διαδικτυακή αγορά.
Ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να κάνω κάποια καταγγελία για να πάρω τα χρήματα μου από το PayPal, δεν ήξερα και δεν με ένοιαζε.
Από τότε, έκανα πολύ καιρό για να αγοράσω κάτι από το διαδίκτυο. Επίσης, δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να ρωτήσω τον φίλο μου τι απέγιναν τα φλασάκια που είχε αγοράσει και αυτός.
Γιώργος Τράντζας
Η στοιχειωμένη τηλεόραση
Το 2010 ήρθε η στιγμή να αγοράσω την πρώτη τηλεόραση για το υπνοδωμάτιό μου. Δεδομένου ότι ήμουν μόλις 11 χρονών, δεν είχα απολύτως καμία γνώση για τις τεχνολογίες οθόνης και το τι πρέπει να προσέξω στην αγορά μιας τηλεόρασης.
Η επιλογή έγινε ουσιαστικά βάσει του ποια τηλεόραση μου άρεσε στο μάτι. Μετά από μία γρήγορη βόλτα στο κοντινό κατάστημα ηλεκτρονικών, επέλεξα την LG 22LG3000, ανάλυσης 1680Χ1050 και με ρυθμό ανανέωσης τα 60Hz.
Μετά από 2-3 μήνες χρήσης ως τηλεόραση και οθόνη υπολογιστή παράλληλα, ξεκίνησαν τα προβλήματα.
Πιο συγκεκριμένα, η τηλεόραση άρχισε να ανοίγει μόνη της σε τυχαία χρονικά διαστήματα, χωρίς καμία προφανή αιτία. Μετά από αρκετές δοκιμές, δύο ευχέλαια και έναν εξορκισμό, καταλάβαμε ότι το πρόβλημα εμφανιζόταν σε συγκεκριμένες πρίζες.
Όπως ήταν λογικό, υποθέσαμε ότι ευθυνόταν η καλωδίωση του σπιτιού και απλά συνδέσαμε την τηλεόραση σε κάποια πρίζα που δεν δημιουργούσε πρόβλημα.
Μετά από 6 χρόνια, ήρθε η ώρα για μετακόμιση. Στο νέο σπίτι η οθόνη εμφάνισε ακριβώς το ίδιο πρόβλημα. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε μάθει τι ευθύνεται, αλλά έχουμε αποκλείσει τις καλωδιώσεις των σπιτιών, αφού καμία άλλη συσκευή δεν είχε πρόβλημα.
Σήμερα, η οθόνη είναι ακόμα λειτουργική και εξακολουθώ να τη χρησιμοποιώ ως οθόνη του υπολογιστή μου. Καμιά φορά όμως, όταν κοιμάμαι, έχω την αίσθηση πως με παρακολουθεί…
Ηχεία φτιάξ-το-μόνος σου
Πριν 3 χρόνια, αποφάσισα να πάρω ένα απλό set ηχείων για το γραφείο μου. Μιας και δεν ασχολούμαι με Gaming και συνήθως χρησιμοποιώ ακουστικά, αποφάσισα να πάρω κάτι οικονομικό, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Έτσι, αγόρασα από το κοντινότερο Πλαίσιο τα ηχεία 2.1 Turbo-X D 400, τα οποία εξακολουθούν να πωλούνται.
Παρότι δεν έχω κάποιο παράπονο από τη λειτουργία τους, δεν μπορώ να παραλείψω ότι το προϊόν το παρέλαβα ελαττωματικό.
Πιο συγκεκριμένα, το καλώδιο σύνδεσης του subwoofer ήρθε με σπασμένα τα πινάκια του 5πινου βύσματος.
Ωστόσο, το κατάστημα αρνήθηκε να μου το επισκευάσει, λέγοντας μου ότι το χάλασα μόνος μου και ότι δεν το περιλαμβάνει η εγγύηση. Να τονίσω ότι το επέστρεψα 1-2 ώρες μετά την αγορά.
Τελικά, αναγκάστηκα να κόψω το καλώδιο και να αντικαταστήσω μόνος μου το βύσμα. Λόγω της συνδεσμολογίας του set ήταν αδύνατο να αλλάξω απλά το καλώδιο.
Εσάς, ποιες είναι οι πιο αποτυχημένες σας αγορές?
Αγοράσατε κάτι φθηνό και σας έμεινε στο χέρι? Αγοράσατε κάτι ακριβό και βγήκε πατάτα? Είχατε άλλες προσδοκίες και αλλιώς σας βγήκε το προϊόν? Σας ξεγέλασε κάποιος επιτήδειος πωλητής? Γράψτε μας στα σχόλια.